βγαλσιά

βγαλσιά
και βγαρσιά, η
1. εξαγωγή, ξερίζωμα
2. έξοδος («ο Χάρος έχει μπασιά, μα δεν έχει βγαλσιά»)
3. το μέρος απ' όπου βγαίνει κάποιος ή κάτι («η βγαλσιά της ρεματιάς»)
4. το μέρος απ' όπου αναβλύζει νερό («η βγαλσιά του βράχου»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”